Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

ο εθνικός μας ύμνος πάντα εμπνέει..

"απ' τα κόκαλα βγαλμένα" : βιβλίο-ταινία


ένας ειδικευόμενος ορθοπεδικός, μια ορθοπεδική κλινική,οστά,νάρθηκες,η ελλάδα στο γύψο, η ελευθερία με πολλαπλά κατάγματα..  


στους τίτλους έναρξης της ταινίας ακούγεται η αυθεντική εκδοχή του Ύμνου του Σολωμού που μελοποίησε ο Ν. Μάντζαρος,
ενώ στους τίτλους τέλους η διασκευή απ' το συγκρότημα Burger Project :
πότε ο εθνικός ύμνος γίνεται "i will survive '' και πότε μουσική γουέστερν..


δείτε την ταινία στο vimeo

Ένα ξεκαρδιστικό μυθιστόρημα

Η ταινία “Απ’ τα Κόκαλα Βγαλμένα” βασίζεται σε αληθινά γεγονότα τα οποία κατέγραψε ο Γιώργος Δενδρινός στο ομώνυμο βιβλίο του
                                                    
Για κάποιον λόγο που απαιτεί κοινωνιολογική ανάλυση, η ελληνική πεζογραφία κατά κανόνα αποφεύγει να ασχολείται με όλα όσα συμβαίνουν τριγύρω μας. Το γιατί, δύσκολα μπορούμε να το κατανοήσουμε καθώς απ’ όλα διαθέτει η οικονομικοπολιτική μας ζωή: και σεξουαλικά σκάνδαλα και οικονομικές ατασθαλίες, και διαπλοκές και κουμπαριές, και εκτόξευση άχρηστων στην κοινωνική κορυφή και ξαφνικές, βροντώδεις κατρακύλες – όλα όσα μ’ άλλα λόγια θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μια συναρπαστικότατη πλοκή. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το μυθιστόρημα του Γιώργου Δενδρινού «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα» (Κέδρος, σελ. 387) είναι αξιοπρόσεκτο: Διότι όντας ξεκαρδιστικό, αναλαμβάνει ταυτόχρονα να απεικονίσει αυτό που όλοι μας γνωρίζουμε, κι άλλοτε κάνουμε πως δεν το βλέπουμε, άλλοτε παριστάνουμε πως δεν μας πειράζει, άλλοτε πάλι γκρινιάζουμε κι άλλοτε βλαστημάμε: καταπιάνεται με την εξεικόνιση της νοσοκομειακής πραγματικότητας στον χώρο της δημόσιας υγείας.
Αυτοβιογραφικής εμπνεύσεως πεζογράφος, ο ορθοπεδικός χειρουργός Γιώργος Δενδρινός χρησιμοποιεί στο τρίτο βιβλίο του «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα», μια τεχνική συμπύκνωσης του εξωφρενικού και του παράδοξου εξιστορώντας τα αναρίθμητα κωμικοτραγικά περιστατικά με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ο ειδικευόμενος στο ΕΣΥ ήρωάς του. Φέρνει έτσι στο προσκήνιο ολόκληρο τον νοσοκομειακό πληθυσμό – τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, τους καθαριστές, τους τραπεζοκόμους, τους τραυματιοφορείς, τους διοικητικούς υπαλλήλους, και βέβαια όλων των ειδών τους ασθενείς, περιγράφοντας τις αντίξοες συνθήκες της διαβίωσής τους: κοσμοσυρροή, ράντζα, αϋπνία, σαραβαλιασμένα έπιπλα, βρώμικοι τοίχοι, ξεχαρβαλωμένες τουαλέτες, κακοφορμισμένες πληγές, σταφυλόκοκκοι, εντερόκοκκοι, σηπτικές αρθρίτιδες, και παντού υπολείμματα τροφών, γόπες και σκουπίδια. Από τον μαγευτικό έτσι «χλωρό παράδεισο» του παιδικού και εφηβικού του Χαλανδρίου, ο καλόγνωμος, καλοπροαίρετος και ταυτόχρονα σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός αφηγητής του προηγούμενου μυθιστορήματος «Σάμαλι και κωκ» (2005) θα βρεθεί στην ανεκδιήγητη «αυλή των θαυμάτων» των ελληνικών δημόσιων νοσοκομείων. Και εκεί θα φιλοτεχνήσει έναν απίστευτο πίνακα με ακρωτηριασμένα ανθρώπινα μέλη να περιφέρονται αδέσποτα πάνω σε φορεία, με χειρουργημένους που αποχωρούν έχοντας οι καψεροί δύο αριστερά πόδια, με χειρουργούς που δεν τους εμπιστεύεσαι ούτε για ένεση, και ασφαλώς, με εκβιασμούς, μαύρα χρήματα και φακελάκια. Παραδόξως, ο πίνακας που φιλοτεχνεί ο Δενδρινός δεν είναι ούτε τρομακτικός ούτε αποκρουστικός. Και όχι μόνον, γιατί από μέσα του ξεχειλίζει όπως είπα το χιούμορ, αλλά και διότι στο βάθος αυτής της έντεχνης σύνθεσης κατοικούν ορισμένες παρηγορητικές μορφές που εξανθρωπίζουν το νοσοκομειακό περιβάλλον, όπως ο τόσο ελληνικός παπα-Ελικόπτερος που ανεβοκατεβαίνει τρέχοντας τους νοσοκομειακούς ορόφους για να προλάβει να μεταλάβει τους ετοιμοθάνατους, η μητρική τραπεζοκόμος που με στοργική φροντίδα γνοιάζεται τους γιατρούς σαν να ‘τανε παιδιά της, κάποιοι συνοδοί ή ασθενείς που επιδεικνύουν συγκινητική αυταπάρνηση, κι ακόμα κάποιοι απ’ τους γιατρούς που δεν σταματούν να παλεύουν – κι έτσι εξηγείται βέβαια που δεν θρηνούμε διαρκώς θύματα. Στο τέλος, πάντως, η διακωμώδηση του Δενδρινού θα παραχωρήσει τη θέση της σε κάποιες θερμότερες εσωτερικές διαθέσεις. Οπως όλοι οι γιατροί έτσι και ο ήρωας του έργου αυτού είναι ένας αδιαπέραστος επαγγελματίας που με αδιάφορη ψυχρότητα κόβει και ράβει σάρκες. Κύριο θέμα του άλλωστε δεν είναι το ανθρώπινο σώμα που πάσχει αλλά το κοινωνικό σώμα που νοσεί. Κάποια όμως στιγμή μέχρι κι αυτός κουράζεται, και με τον τρόπο αυτό εγκαθίσταται στο μυθιστόρημα η μελαγχολία και το φάσμα του θανάτου.
Η σταδιακή εξέλιξη του αφηγητή από άπειρο μαθητευόμενο σε έμπειρο επαγγελματία και η προοδευτική του μεταμόρφωση από αφελή νεαρό που εκπλήσσεται σε ώριμο άντρα που πραγματοποιεί τον στοχαστικό απολογισμό της ζωής του, εμποδίζουν το μυθιστόρημα να μετατραπεί σε εύπεπτη ευθυμογραφική ηθογραφία. Με αποτέλεσμα, η λειτουργία του να μεταμορφώνει και το αναγνωστικό βλέμμα – γεγονός που μπορείτε να το ελέγξετε κι εσείς οι ίδιοι μοναχοί σας: Πηγαίνετε μετά την ανάγνωση σε οποιοδήποτε δημόσιο νοσοκομείο, κι αμέσως θα αισθανθείτε οικεία νιώθοντας πως κατανοείτε πολύ καλύτερα το καταθλιπτικό πλήθος που συνήθως συνωστίζεται στις αίθουσες και τους διαδρόμους. Διότι θα έχετε παρακολουθήσει τον κόσμο αυτό από κοντά και θα τον έχετε γνωρίσει από μέσα. Θα τον αντιμετωπίσετε επομένως με μια διαφορετική ματιά, με μια διάθεση ας πούμε αποδοχής, με μια οπτική μεγαλύτερης ανοχής και χιούμορ. Διότι ο αφηγητής του Δενδρινού θα σας έχει δανείσει το οξύ, σαρκαστικό, και ταυτόχρονα ανεκτικό και θωπευτικό του βλέμμα. Τι ευγενέστερο και δραστικότερο θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς απ’ την πλευρά της λογοτεχνίας;
Της Eλισαβετ Kοτζια.
Καθημερινή, 15 Ιουνίου 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου