Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

καράβια αταξίδευτα σε ''αθώα'' παιδικά τραγούδια

ΚΑΡΑΒΙ  1ο : "Μέδουσα"

Ήταν ένα μικρό καράβι /που ήταν αταξίδευτο                   
Κι έκαν' ένα μακρύ ταξίδι /μέσα εις τη Μεσόγειο                    
Και σε πεντέξι εβδομάδες /σωθήκαν ο - ο - όλες οι τροφές         
Και τότε ρίξανε τον κλήρο /να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί 
Κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο /που ήταν α - α - αταξίδευτος.. οεοέ.. οε..! 
          

«Η ιστορία έχει το χάρισμα να εμπλέκει και να κρατά αναμεμειγμένα πολλά πράγματα διαφόρων ειδών. Όπως για παράδειγμα έναν πίνακα του γαλλικού ρομαντισμού, ένα παιδικό τραγούδι και μια τραγική ιστορία κανιβαλισμού. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι ας παρουσιάσουμε μια εικόνα: Ένα παιδί που σιγοτραγουδά το τραγούδι «ήταν ένα μικρό καράβι...» περνά μπροστά από τον πίνακα «η Σχεδία της Μέδουσας» που εκτίθεται στο Λούβρο, στην αίθουσα 61 της πτέρυγας Sully.''Ζερικώ, Η σχεδία της Μέδουσας

Η ειρωνεία της παραπάνω εικόνας είναι τεράστια καθώς ένα απλό γαλλικό τραγουδάκι, που όλα τα παιδιά ξέρουν και τραγουδούν στην ουσία είναι η μελοποιημένη εξιστόρηση μιας μακάβριας ιστορίας ενός ναυαγίου και του κανιβαλισμού των επιζώντων του.
    Το 1816, στις 17 Ιουνίου, σαλπάρουν από το Ροσφόρ στο Σαράντ Μαριτίμ της Γαλλίας τέσσερα πλοία με προορισμό το λιμάνι Πόρ Λουί της Σενεγάλης. Τα πλοία αυτά ήταν το μιρκό Argus, το ανεφοδιαστικό Loire, η κορβέτα Echo και η φρεγάτα Medusa. Στη Μέδουσα επέβαιναν και οι επιβάτες του ταξιδιού ανάμεσα στους οποίους ήταν ο νέος κυβερνήτης της Σενεγάλης, που ως τότε ήταν βρετανική αποικία, Ζυλιέν-Ντεζιρέ Σμαλτζ με την σύζυγό του.
     Κυβερνήτης του πλοίου, το οποίο μετέφερε 400 επιβάτες και 160 άτομα πλήρωμα, ανέλαβε ο Υγκ Ντυρουά ντε Σωμερύ, που είχε να ταξιδέψει στην ανοιχτή θάλασσα περισσότερα από 20 χρόνια, χωρίς ποτέ να είναι κυβερνήτης πλοίου, και μοναδικό προσόν του ήταν η γνωριμία με τον αδερφό του βασιλιά. Ο κυβερνήτης του Loire φέρεται να είχε δηλώσει μεταγενέστερα ότι «ο Ντυρουά ντε Σωμερύ ήταν ένας ευγενής αυλικός, αλλά όχι σοβαρά σκεπτόμενος, ενώ θεωρούσε ότι, λόγω της θέσης του, εγώ θα έπρεπε να είμαι υπάκουος υπηρέτης του».
    Κατά τον απόπλου, λοιπόν, ο Σωμερύ προσπάθησε να δείξει τις ικανότητές του και να φύγει γρήγορα. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί στις 2 Ιουλίου του ίδιου έτους κατά 100 ναυτικά μίλια εκτός πορείας, προσαραγμένος στις ακτές της σημερινής Μαυριτανίας. Όσες προσπάθειες να απελευθερώσουν το πλοίο και αν έγιναν καμία δεν ήταν επιτυχής. Ο κυβερνήτης έδωσε έτσι την εντολή να εγκαταλείψουν το καράβι με τις σωσίβιες λέμβους, οι οποίες δεν έφταναν για όλους. Κατά συνέπεια κατασκευάστηκε η «σχεδία της Μέδουσας».
     Δεκατρείς ημέρες έμεινε η σχεδία στην θάλασσα, αφού αποκόπηκε από τις σωσίβιες λέμβους. Οι μαρτυρίες των επιζώντων θέλουν είτε τον Σωμερύ να κόβει τα σκοινιά που κρατούν την σχεδία με τις λέμβους είτε αυτά να σπάνε. Επί δεκατρείς ημέρες οι καταιγίδες και τα κύματα έπαιρναν τους επιβάτες της σχεδίας και τους εξαφάνιζαν. Την τρίτη ημέρα, μάλιστα, σημειώθηκε και μια μικρή ανταρσία επάνω στην σχεδία, με τους κατώτερους αξιωματικούς να σκοτώνουν ορισμένους επιβάτες. Όμως στην σχεδία δεν υπήρχαν τρόφιμα ή άλλες προμήθειες. Μέχρι να διασωθούν οι επιβαίνοντες έτρωγαν τις σάρκες των νεκρών για να επιβιώσουν. Όταν την δέκατη τρίτη ημέρα το πλοίο Argus εντόπισε την σχεδία βρήκε μόνο 15 από τους 147 επιβαίνοντες...
    Όταν τα όσα συνέβησαν αυτές τις 13 ημέρες έγιναν γνωστά από τις μαρτυρίες των επιζώντων, τέτοια ήταν η αποστροφή της γαλλικής κοινωνίας που παρουσίασε τον κανιβαλισμό, την απόγνωση και την ταλαιπωρία των επιβατών της σχεδίας της Μέδουσας σε πίνακες, όπως ο φημισμένος του Τεοντόρ Ζερικό (φωτογραφία),σε βιβλία, όπως το «Οι περιπέτειες του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ» του Ε. Α. Πόου, που λαμβάνει χώρα πάνω στο φαλαινοθηρικό πλοίο «Γράμπος» ή στο μυθιστόρημα «Η σφίγγα των πάγων» του Ιουλίου Βερν, το οποίο γράφτηκε ως συνέχεια του βιβλίου του Πόου. 
      Η τραγική ιστορία πέρασε ακόμη και σε παιδικά τραγούδια... «΄Ηταν ένα μικρό καράβι...και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί...»
                                                                                άρθρο του Ν. Μίχου στο tvxs.gr


Να σημειωθεί πως το γαλλικό τραγούδι είναι ακόμη πιο μακάβριο από την ελληνική εκδοχή. Όπως τονίζεται στο σχετικό άρθρο της Βικιπαιδείας, ''η ελληνική έκδοση του τραγουδιού, διηγείται την ιστορία ενός μικρού καραβιού που παραμένοντας επί αρκετό καιρό στη Μεσόγειο θάλασσα δεν έχει πλέον άλλα τρόφιμα. Τότε οι ναύτες τραβώντας κλήρο αποφασίζουν ότι ο μικρότερος ανάμεσά τους θα φαγωθεί. Στην γαλλική του έκδοση, το τραγούδι συνεχίζει την εξιστόρηση και εκεί οι υπόλοιποι ναύτες συζητούν για το πώς θα μαγειρέψουν τον νεαρό άντρα και τι σως θα χρησιμοποιήσουν. Τότε εκείνος προσεύχεται στην Παναγία και σώζεται από ένα θαύμα'' 
Οι στίχοι του γαλλικού τραγουδιού: εδώ 

Ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης, σε σχετικό άρθρο του στην "Εφημερίδα των Συντακτών"(14/10/13) φέρνει τη "Μέδουσα" στο σήμερα:

   Το πλοίο "Μέδουσα" βρισκόταν σε επίσημη αποστολή και μετέφερε αξιωματούχους και επιβάτες –παλαιούς και νέους έποικους- προς τη Σενεγάλη, η οποία μόλις είχε επιστραφεί από τους Βρετανούς στη Γαλλία μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων. Ο κυβερνήτης του πολεμικού ήταν ένας αριστοκράτης, ένας κόμης, εξόριστος στα ξένα από τον καιρό της Επανάστασης και του Ναπολέοντα, από το 1789. Ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης του νέου μοναρχικού καθεστώτος, της αριστοκρατικής Παλινόρθωσης, αλλά ολότελα άσχετος με την τέχνη της ναυσιπλοΐας. Με τη νεοαποκατασταθείσα αριστοκρατική του αυταρέσκεια ο καταστροφικός αυτός καπετάνιος απέκοψε το πλοίο από τον υπόλοιπο στόλο και το οδήγησε στις ξέρες της αφρικανικής ακτής. Το απολυταρχικό καθεστώς θέλησε να ξεχαστεί ετούτη η δυσάρεστη υπόθεση και εξέδωσε και τα σχετικά διατάγματα και τις σχετικές ερμηνείες για τις πράξεις των αρχόντων. Αντίθετα με τις επιθυμίες του ηγεμόνα και των υποτακτικών του όμως, το ναυάγιο της «Μέδουσας» έγινε η πιο διάσημη ναυτική τραγωδία στα παγκόσμια χρονικά. Καθώς οι πράξεις του καθεστώτος απαγορευόταν να σχολιαστούν στις εφημερίδες ή στους δρόμους, η τέχνη ανέλαβε το δύσκολο μέρος. Ο μεγαλύτερος ίσως των ζωγράφων της εποχής, ο Ζερικό, φιλοτέχνησε έναν αριστουργηματικό πίνακα που από το μέγεθός του μόνο (7 επί 5 μέτρα) έδειχνε την πρόθεσή του να κραυγάσει για τις ανομίες του καθεστώτος. 
    Επειτα την υπόθεση ανέλαβε ο λαός. Ολοι μας θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια το παιδικό αθώο τραγουδάκι που μιλά για ένα μικρό καράβι που ήταν αταξίδευτο. Στο οποίο, όπως λέει η ελληνική μετάφραση των γαλλικών στίχων, σε πεντ’-έξι εβδομάδες σωθήκαν «όλες, όλες, όλες οι τροφές». Και η τρομερή επωδός: «Και τότε ρίξανε τον κλήρο… να δούνε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί…» Στα ανέμελα παιχνίδια όποιας ή όποιου ακουγόταν το όνομα -«και ο κλήρος πέφτει στην ή στον…»- περνούσε μια μικρή δοκιμασία ολότελα δυσανάλογη με την ανάλογη περιπέτεια των ναυαγών της σχεδίας, αυτούς όντως τους έτρωγαν οι απελπισμένοι πλησίον τους…
   Και έτσι για δύο ολόκληρους αιώνες κραυγάζουν –χωρίς ίσως να το γνωρίζουν- τα παιδιά όλου του κόσμου για τον άδικο χαμό των μακρινών συνανθρώπων τους, για τον πλήρη ευτελισμό της κοινωνικής λειτουργίας και της ανθρώπινης ζωής που ξεπήδησε από τη ματαιοδοξία του τυραννικού καθεστώτος. Στίγμα ανεξίτηλο για τα καθεστώτα που υπηρετούν τον πλούτο και την αυταρέσκεια των ολίγων σε βάρος της αξιοπρέπειας και της ζωής των πολλών.
   Μέρες του Οκτωβρίου 2013 που ζούμε, όπως τις ζούμε, στη ναυαγισμένη Ελλάδα. Στα νοσοκομεία, στους δήμους, στα σχολεία, στα Πανεπιστήμια, στους παιδικούς σταθμούς, στην καθαριότητα, στην κοινωνική πρόνοια, οι εργαζόμενοι ρίχνουν τον κλήρο να «δούνε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί». Στα εργοστάσια, στα γιαπιά, στα μαγαζιά, στις επιχειρήσεις ο κλήρος πέφτει καθημερινά, αφήνοντας ολοένα και λιγότερους για τις αυριανές κληρώσεις.
    Ποιος ασήμαντος, δουλικός στους ισχυρούς, αγέρωχος στους αδύναμους, κυβερνήτης μάς φόρτωσε όλον τον ελληνικό λαό σε μια σχεδία και μας εγκατέλειψε στον ωκεανό χωρίς τρόφιμα και νερό; Ποιο ασήμαντο βρόμικο καθεστώς, υπερφίαλο χάρη σε ξένες εξουσίες και ξένες τράπεζες, ολότελα αδιάφορο για τα πάθη του λαού του μας γύρισε πίσω σε καιρούς κανιβάλων; Ποια άρχουσα τάξη που ενδιαφέρεται μόνο για τη δική της παρουσία και παραμονή στα σαλόνια του ευρωπαϊκού κεφαλαίου έκανε την τραγική ιστορία της «Μέδουσας» μέρος της δικής μας ζωής; Γιατί ηχεί επίκαιρα, άλλοτε αφιερωμένος στις διακοπές και τη σχόλη, ο στίχος «Και τότε ρίξανε τον κλήρο…/να δούνε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί…»;
    Τι θα έχουμε να πούμε στα παιδιά μας αύριο όσοι επιζήσουμε από ετούτη τη δοκιμασία; Ότι τάχα μου, σε αντίθεση με τους ναυαγούς της «Μέδουσας», εμείς ρίξαμε τον κλήρο με «κριτήρια» και «μόρια» – πολιτισμένα δηλαδή; Ότι δεχτήκαμε τη μοίρα μας σκυφτά όπως θα έκανε ο κάθε ηττημένος; Ότι χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, αποδεχτήκαμε τον ανίδεο καπετάνιο και το βρόμικο καθεστώς που κρυβόταν πίσω από αυτόν;
    Ετούτο το καθεστώς που μας έλαχε, ετούτη η άρχουσα τάξη που μας κυβερνά ολοένα και φέρνει πιο κοντά το απόλυτο δίλημμα: ο θάνατός σου, η ζωή μου. Εάν είναι έτσι, ας μη ζήσει λοιπόν. Ετούτο το φθινόπωρο, την άνοιξη που ακολουθεί, ας προετοιμάσουμε, ας ζήσουμε και εμείς το δικό μας 1830. Την εξέγερση η οποία θα σαρώσει τους άθλιους που εμφανίζονται ως ηγέτες της χώρας μας και ταγοί του λαού μας αλλά και όσους βρίσκονται πίσω από αυτούς –κρυμμένοι– και κανοναρχούν από τα ευρωπαϊκά σαλόνια τους τη μοίρα του λαού μας.
    Δεν μας αξίζει η τύχη των ναυαγών της «Μέδουσας».

Για τον πίνακα του Ζερικώ αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα στοιχεία [από τη Βικιπαιδεία]:

  "Η γαλλική κυβέρνηση κατηγορήθηκε για τον διορισμό του ανεπαρκούς Σωμερύ ως κυβερνήτη της "Μέδουσας", που έγινε με μοναδικό κριτήριο την εύνοια του Λουδοβίκου του 18ου προς αυτόν, αλλά και για τα ανεπαρκή σωστικά μέσα με τα οποία ήταν εφοδιασμένη η φρεγάτα. Η υπόθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα από την φιλελεύθερη αντιπολίτευση, την οποία ο Ζερικώ βοήθησε δημιουργώντας δύο λιθογραφίες για την εικονογράφηση ενός φυλλαδίου που εκδόθηκε ως "κατηγορητήριο" κατά της κυβέρνησης.
Ο Ζερικώ, πριν αρχίσει να δημιουργεί τον πίνακα, ερεύνησε το ιστορικό του ναυαγίου σε βάθος: Διάβασε το φυλλάδιο που έγραψαν δύο από τους επιζώντες του ναυαγίου, επισκέφθηκε τα νοσοκομεία στα οποία είχαν διακομιστεί οι επιζώντες και τα νεκροτομεία στα οποία είχαν μεταφερθεί οι σοροί των νεκρών, έριξε μια σχεδία στη θάλασσα για να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν στα κύματα και σχεδίασε πολυάριθμα σκίτσα πριν καταλήξει στην τελική του σύνθεση Η επίσκεψή του στους επιζώντες κατέληξε όχι μόνο στην ακρόαση της αφήγησής τους αλλά και στη δημιουργία των σκίτσων τους. Επισκέφθηκε, επίσης, τον ξυλουργό του σκάφους, ο οποίος τού κατασκεύασε ένα μοντέλο της σχεδίας, που χρησίμευσε στον καλλιτέχνη στην δημιουργία των αρχικών σχεδιασμάτων. Αρχικά ο Ζερικώ  δεν είχε αποφασίσει σε ποιο επεισόδιο θα εστίαζε τον πίνακά του: Στην εξέγερση που σημειώθηκε, στον κανιβαλισμό, στον ενθουσιασμό της διάσωσης, πριν καταλήξει στο τελικό θέμα.   
   Οι μορφές διατάσσονται στον πίνακα σε δύο άνισες πυραμίδες που δημιουργούν τεμνόμενα μεταξύ τους τρίγωνα, συνηθισμένη πρακτική σε πίνακες της εποχής της Αναγέννησης και του μπαρόκ. 
Ο τρόπος διάταξής τους είναι τέτοιος, ώστε να μεγιστοποιείται η σχέση του θεατή με τον χώρο του πίνακα, από τον οποίο, ωστόσο, απουσιάζει ο "κεντρικός ήρωας". Ο θεατής ωθείται απευθείας στο κέντρο του έργου και ακολουθεί την προοπτική ροή των μορφών που εμφανίζονται πίσω και δεξιά. Στον ορίζοντα φαίνεται ένα πλοίο (ήταν το Argus και οι επιζώντες προσπάθησαν επί μισή ώρα να τραβήξουν την προσοχή του χωρίς να τα καταφέρουν), η απεικόνιση του οποίου έχει γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι σαφές αν πλησιάζει ή αν απομακρύνεται. 
  Ο Ζερικώ επέλεξε να απεικονίσει αυτήν ακριβώς τη σκηνή της βουβής απελπισίας - μερικοί από τους επιζώντες έχουν γυρισμένη την πλάτη τους προς το πλοίο. Άλλοι πάλι στέκονται και αναμένουν ή προσεύχονται για τη διάσωσή τους. Οι υπόλοιποι προσπαθούν, με απελπισμένες κινήσεις, να τραβήξουν την προσοχή του πλοίου. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, δεδομένης της πολιτικής του τοποθέτησης, το ότι δεν επέλεξε να απεικονίσει την προδοσία του κυβερνήτη της "Μέδουσας" ούτε άλλες σκηνές, όπως η ανταρσία ή ο κανιβαλισμός. Στη σκηνή ωστόσο δεν απεικονίζονται ούτε ανακούφιση ούτε χαρά με την προοπτική της διάσωσης. 
  Η επιρροή του πίνακα προς τον θεατή του προέρχεται τόσο από το μέγεθός του  ( διαστάσεις τεράστιες: 4,91× 7,16 μέτρα ) όσο και από την αμεσότητα της απεικονιζόμενης δράσης: Τα εγγύτερα προς τον θεατή σώματα έχουν σχεδόν διπλάσιες διαστάσεις από αυτές του θεατή και, μαζί με την ίδια τη σχεδία, συνωθούνται προς το βασικό επίπεδο της εικόνας. Η απεραντοσύνη του ωκεανού περιορίζεται σε ένα στενό "παράθυρο" προς τον ουρανό και τη θάλασσα. Το τελικό αποτέλεσμα 
είναι ο θεατής να νιώθει πως συμμετέχει στη δράση, σαν να είναι και ο ίδιος επιβαίνων στη σχεδία, και, ως αποτέλεσμα, συμπάσχει με τους επιβαίνοντες σε αυτήν ναυαγούς.
  Στα ωχρά σώματα δίνεται σκληρή έμφαση με στυλ παρόμοιο με το "chiaroscuro", δηλαδή των έντονων αντιθέσεων που δημιουργεί το φως του Καραβάτζιο. Ανάμεσα σε αυτούς που αδιαφορούν (ή δεν έχουν αντιληφθεί) την μακρινή παρουσία του πλοίου είναι δύο μορφές που ανακλούν τη μοναξιά και την απελπισία - ο ένας θρηνεί τον γιο του, ο άλλος θρηνεί την μοίρα του. Οι μορφές αυτές καταδεικνύουν την ρομαντική έμπνευση του Ζερικώ, που αποτελεί το έναυσμα του έργου του. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ναυαγοί της σχεδίας βρίσκονταν επί 13 ημέρες στον ωκεανό χωρίς επαρκείς προμήθειες, απεικονίζονται ως ρωμαλέοι και υγιείς.
 Το τελικό αποτέλεσμα, που αποπνέει κίνηση, συχνά περιγράφεται ως "μπαρόκ" ή Michelangelesque, δηλ. με ισχυρή επίδραση από τον Μιχαήλ Άγγελο: η απεικόνιση των μορφών προσομοιάζει με αυτήν του πίνακα του Μιχαήλ Αγγέλου "Η ημέρα της κρίσεως"  αλλά και την "Μεταμόρφωση" του Ραφαήλ

    




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου