Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

πρόταση για τη γλώσσα του σολωμού στον ''κρητικό''

    Ο εθνικός μας ποιητής ξεκινά ως ιταλοτραφής και ιταλόγλωσσος αλλά στην πορεία ως γνήσιος ρομαντικός αναζητά τις ρίζες του και συνδυάζει την καλλιέργεια παιδείας και γλώσσας με την εθνική αφύπνιση: "μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;" 
    Γι' αυτό και θα προτιμήσει τη δημοτική ως αυθεντική έκφραση του λαού έναντι των τεχνητών γλωσσών (της αρχαϊζουσας και της "μέσης οδού" του Κοραή). Στον ''Κρητικό'' συναντάμε δίπλα στην κυρίαρχη δημοτική και αρκετά ιδιωματικά στοιχεία (επτανησιακά) αλλά και ορισμένα λόγια. 
    Στη στροφή του προς τη "μητρική" γλώσσα θα συμβάλλουν ο αγώνας του '21 και η προτροπή του Σπυρίδωνα Τρικούπη. Για την κατάκτησή της όμως θα χρειαστεί η συστηματική μελέτη των δημοτικών τραγουδιών, της ζακυνθινής ντοπιολαλιάς, της  κρητικής ποίησης και  του έργου των Βηλαρά-Χριστόπουλου. 

----στην ταινία του Θ. Αγγελόπουλου "Αιωνιότητα και μια μέρα'' ο μελλοθάνατος ήρωας που αναπολεί και αναζητά το νόημα στην προσωπική και συλλογική ύπαρξη, βρίσκει αποκούμπι σε ένα μικρό αλβανάκι... Σ' αυτό θα αφηγηθεί και το νόστο του ποιητή σε πατρίδα,γλώσσα,μητέρα...
  


              ενδιαφέρουσα η περίληψη του έργου από την ιστοσελίδα του σκηνοθέτη:

    Ο Αλέξανδρος, ένας μεσόκοπος συγγραφέας, ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι". Από το ποίημα λείπουν λέξεις, κι ο Αλέξανδρος αποπειράται να τις συγκεντρώσει, να τις αγοράσει, όπως έκανε για τις δικές του λέξεις κι ο Σολωμός. Τούτες οι λέξεις μπαίνουν στο παζλ της συμπλήρωσης του ημιτελούς αριστουργήματος για να στοιχειώσουν και την ζωή του Αλέξανδρου. Όμως οι δυνάμεις του έχουν εξαντληθεί, και ο ίδιος βαδίζει προς το θάνατο. Ο χρόνος που του απομένει, ανήκει στις αναμνήσεις, στον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μόνο μια κίνηση υπάρχει ακόμα: μια τυχαία συνάντηση μ' ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών. Προσκολλάται σε αυτό το παιδί, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό του φίλο κάτι από την γνώση του, ν' αφήσει τα ίχνη του πάνω σε κάποιον, μέσα από το βλέμμα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει...


---στην ίδια ταινία οι πρωταγωνιστές ανεβαίνουν σε ένα λεωφορείο με συνεπιβάτες έναν διαδηλωτή με κόκκινη σημαία, που  κάποια στιγμή θα αποκοιμηθεί... αλλά και τον ίδιο τον Σολωμό που θα δώσει ένα σημάδι ανάτασης απαγγέλλοντας  
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
       της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
   σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
    τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
     και αποκεί κινημένο αργοφυσούσε  
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
                 που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
      γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
 

επίκληση στον Ποιητή μας θα κάνει κι ο Αλκίνοος στη δική του "Πατρίδα"...

"Λοιπóν, αγρίεψε ο κóσμος σαν καζάνι που βράζει/σαν το αίμα που στάζει, 
σαν ιδρώτας θολóς.Πóτε πóτε γελάμε, πóτε κάνουμε χάζι και στα γέλια μας 
μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρóς. Μα óταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν,
ξέρω óτι δεν έχουν νέα για να μου πουν.
Ήμουν εγώ στη φωτιά, ήμουν εγώ η φωτιά,είδα το τέλος με τα μάτια ανοικτά.
Είδα τον πóλεμο φάτσα, τη «φυλή» και τη «ράτσα», προδομένη απó μέσα, 
απ' τους πιο πατριώτες.Να 'χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ' óπλο στο στóμα.
Τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.
Κάτω απó ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα, είδα αλεξίπτωτα χίλια 
στον ουρανó σαν λεκέδες. Μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
«Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν! Τι ωραία που πέφτουν...»
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ' τη Σμύρνη,
στη Δράμα πρóσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα 
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τóτε Λονδίνο στα είκοσι επτά του 
στα δύο τον κóψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία, 
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ' άδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βóμβες και εγώ να κοιμάμαι,
αύριο θα τραγουδάμε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πóλης, 
είδα τα χέρια, τα πóδια πεταμένα στη γη,
είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο, 
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική.
Εδώ στην άσχημη πóλη που απ' την ανάγκη κρατιέται,
ένας λαóς ρημαγμένος μετάλλια ντóπας ζητάει
Ολυμπιάδες κι η χώρα ένα γραφείο τελετών,
θα σου ζητήσω συγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι κι απ' την Ομóνοια 
να πετάν δακρυγóνα στο πυροσβεστικó.
Στο παράθυρο εικóνισμα, άνθρωποι σαν λαμπάδες 
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακó.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη Γραμμή 
για μια πóρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα.

Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμóς με Armani και την καρδιά ανοιχτή.

Δε θέλω ο εαυτóς μου να 'ναι τóπος δικóς μου, 
ξέρω πως óλα αν μου μοιάζαν θα ταν αγέννητη η γη.
Δε με τρομάζει το τέρας, ούτε κι ο άγγελóς μου, 
ούτε το τέλος του κóσμου, με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις, ακóμα, οπαδέ της ομάδας,του κóμματος σκύλε, 
της οργάνωσης μάγκα,διερμηνέα του Θεού, ρασοφóρε γκουρού, 
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο.
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής, 
έχεις πατρίδα το φóβο, γυρεύεις να βρεις γονείς, μισείς τον μέσα σου ξένο 
κι óχι, δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου